- κατατρέχοντες
- κατατρέχωrun downpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NABATHAEA — regio orientalis, Barraab Sarracenis, teste Moletiô. Eustath. Η῾ Ναβαταία πολύανδρος οὖσα ἡ χώρα, καὶ ἔυβοτος. Videtur legendum πολύαρνος. Est enim regio frugum inops, plena pecorum, teste Hieronymô. Populi Nabathaei, a Nabaioth Ismaelis filio,… … Hofmann J. Lexicon universale
μακροτονώ — (I) μακροτονῶ, έω (AM) [μακρότονος (I)] μσν. μτφ. περνώ μεγάλο χρονικό διάστημα αρχ. 1. κάνω μακρύ τον τόνο, δηλαδή το σχοινί, σε μια πολεμική μηχανή («μακροτονεῑ τὸ μῆκος τῶν τόνων», Φιλ.) 2. επιμένω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι περισσότερο («δι ἣν … Dictionary of Greek